- οπωροφάγος
- -ο, θηλ. και -ααυτός που τρέφεται αποκλειστικά ή κυρίως με φρούτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' τού ἐσθίω), πρβλ. χορτο-φάγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek
οπωροβόρος — ὀπωροβόρος, ον (Α) αυτός που τρώει οπώρες, οπωροφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. αιμο βόρος] … Dictionary of Greek
οπωροφαγώ — ὀπωροφαγῶ, έω (Μ) τρώω φρούτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + φαγῶ, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. *οπωροφάγος] … Dictionary of Greek
οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα … Dictionary of Greek